Παραδοσιακά μοντέλα πένθους – Περιορισμοί και νεότερες θεωρήσεις

Η διεργασία του θρήνου αναφέρεται στις διαδικασίες αντιμετώπισης της απώλειας και στην προσπάθεια διευθέτησης των εμπειριών που την συνοδεύουν, στην ένταξή της σε μια νέα πραγματικότητα. Οι διαδικασίες αυτές μπορεί να είναι τόσο εσωτερικές και ενδοπροσωπικές, να αφορούν δηλαδή έναν εσωτερικό αγώνα διαχείρισης αυτού που συμβαίνει, όσο και εξωτερικές και διαπροσωπικές, μια διαμοιρασμένη έκφραση της θλίψης παράλληλα με την πιθανή αναζήτηση κοινωνικής υποστήριξης.

Τα παραδοσιακά μοντέλα θρήνου περιγράφουν τη διεργασία αυτή ως μια σειρά σταδίων ή φάσεων προσαρμογής, η επιτυχής ολοκλήρωση των οποίων έχει ως στόχο την ανάκαμψη, την αποδοχή της απώλειας και κατ’ επέκταση την συνέχιση του βίου. Τα στάδια περιλαμβάνουν συγκεκριμένες, τυποποιημένες και προβλέψιμες μορφές συναισθηματικών αντιδράσεων και περιγράφουν τη διεργασία του πένθους δίνοντας έμφαση στην ατομικότητα, το πένθος δηλαδή ως ένα αυστηρά προσωπικό και εσωτερικό βίωμα. Η σαφήνεια αυτών των μοντέλων και η απλή κλιμακωτή τους μορφή συνέβαλε στην ευρεία απήχηση που γνώρισαν τόσο από τους ειδικούς της ψυχικής υγείας όσο και από το μη ειδικό κοινό. Χαρακτηριστικά τέτοια μοντέλα είναι αυτά των John Bowlby, Elizabeth Kübler – Ross, W.J. Worden.

Παρά τη σαφήνεια τους, και την χρησιμότητά τους σε ό,τι αφορά την προβλεψιμότητα του πένθους, οι θεωρίες αυτές δημιούργησαν πολλαπλά ερωτήματα κι αμφιβολίες. Πώς και οι άνθρωποι  βιώνουν μια καθολική παθητική διαπραγμάτευση ψυχολογικών μεταβάσεων, η οποία οδηγεί σε μια τελική κατάσταση «ανάρρωσης», «αποκατάστασης», «επαναφοράς της φυσιολογικότητας»; Ποια η σημασία τους για τον τρόπο με τον οποίο ορίζουμε και αντιλαμβανόμαστε τελικά το τι είναι το πένθος; Ποια η διαγνωστική χρησιμότητα των σταδίων; Τι γίνεται με αυτούς που αποκλίνουν αυτής της κανονιστικής πορείας; Ποιος ο ρόλος των ατόμων μέσα σε αυτή τη συνθήκη; Πώς και δεν λαμβάνονται υπόψη οι φυσικές, ψυχολογικές, πνευματικές, κοινωνικές ανάγκες των ατόμων, των οικογενειών και των ευρύτερων κοινωνικών δικτύων στα οποία ανήκουν;

Έπειτα, τα μοντέλα σταδίων θρήνου δεν μπόρεσαν να βρουν εμπειρική υποστήριξη. Η έρευνα δεν κατάφερε να στηρίξει την ύπαρξη ούτε διακριτών ψυχολογικών φάσεων ούτε μιας ορισμένης ακολουθίας συναισθηματικών καταστάσεων.  Οι θεωρίες αυτές δεν μπόρεσαν να ενσωματώσουν την πολυπλοκότητα και την ποικιλομορφία που παρουσιάζει το πένθος του καθενός και τα μοντέλα αυτά φάνηκαν ανίκανα να ενσωματώσουν τις πολυποίκιλες ανάγκες των ατόμων που πενθούν σε ψυχολογικό, κοινωνικό ή πνευματικό επίπεδο.

Υπήρξε επιπλέον μια απομάκρυνση από την ιδέα ότι το πένθος θα έπρεπε καταληκτικά να οδηγεί στην διακοπή της σχέσης με τον θανόντα. Η πρόσφατη βιβλιογραφία προτείνει ότι η συνέχιση ενός συμβολικού δεσμού με το πρόσωπο που έχει χαθεί μπορεί να έχει έναν υγιή και βοηθητικό ρόλο στην προσαρμογή του ατόμου μετά την απώλεια. Ο δεσμός αυτός είναι ενεργητικός, μπορεί να εκφραστεί ποικιλοτρόπως και εξαρτάται από παράγοντες όπως το πολιτισμικό πλαίσιο και οι κοινωνικές συνιστώσες. Ερευνητικά, η έμφαση σήμερα δίνεται στους τρόπους με τους οποίους ο δεσμός μπορεί να συμβάλει στη διαδικασία της προσαρμογής, αλλά και στα κριτήρια που καθορίζουν το πότε ένας δεσμός παύει να είναι βοηθητικός.

Μία ακόμα αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο το πένθος γινόταν παραδοσιακά αντιληπτό αφορά την νοηματοδότηση. Η απώλεια, ειδικά όταν είναι βίαιη, τραυματική, μη αναμενόμενη, αλλά όχι μόνο τότε, είναι μια εμπειρία που διαταράσσει την κοσμολογική μας ισορροπία και κλονίζει τα θεμέλια της ύπαρξής μας. Ανατρέπει δεδομένα και θεμελιώδεις αντιλήψεις, μας φέρνει σε επαφή με τη δική μας θνητότητα, εγείρει υπαρξιακά και πνευματικά ζητήματα. Σε συμφωνία με τον Frankl και το ρεύμα του κονστρουκτιβισμού, οι άνθρωποι έχουν την ανάγκη να δίνουν νόημα στις πλευρές της ζώσας εμπειρίας τους, όχι απαραίτητα με την έννοια της αιτιότητας, του γιατί συνέβη το οτιδήποτε, όσο με αυτή της κατανόησης, της συνειδητοποίησης και της ένταξής τους σε μια συνεκτική και προσωπικά ουσιαστική αίσθηση του εαυτού και του κόσμου. Όταν αυτή η αίσθηση χάνεται βιαίως, η ανάγκη καθίσταται ακόμα πιο επιτακτική και το άτομο καλείται να επαναπροσδιορίσει νοήματα και πεποιθήσεις, να ανακατασκευάσει συχνά βασικές γραμμές της αυτό-αφήγησής του. Στην μεταμορφωτική αυτή πλευρά της εμπειρίας της απώλειας, μπορεί να προστεθεί ακόμα αυτό που ονομάζουμε «μετατραυματική» ανάπτυξη και αφορά τις θετικές αποχρώσεις των δυσάρεστων και συχνά τραυματικών εμπειριών, καθώς η επαφή με τέτοιου είδους κρίσεις και γεγονότα ζωής επιφέρει συχνά  μια βαθύτερη εκτίμηση της ζωής, μια ενδυνάμωση του χαρακτήρα και ενίσχυση των ικανοτήτων, μια πλουσιότερη πνευματική και υπαρξιακή οπτική.

Συνοψίζοντας, η αδυναμία αυτών των θεωριών, η αναγνώριση της δυνητικά θετικής επίδρασης της διατήρησης ενός συνεχιζόμενου συμβολικού δεσμού με τον θανόντα, το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις γνωστικές προεκτάσεις της εμπειρίας της απώλειας, οι οποίες μπορεί να αφορούν τόσο την νοηματοδότηση όσο και την «μετατραυματική» ανάπτυξη, οι κοινωνικές και ευρύτερες εν γένει πλευρές του μέχρι πρότινος αυστηρά προσωπικού βιώματος του πένθους, είναι ορισμένοι από τους λόγους που οδήγησαν στην ανάδειξη μιας νέας αντίληψης γύρω από το θέμα του θανάτου και της απώλειας. Βασικό πυλώνα αυτής αποτέλεσε η μοναδικότητα της εμπειρίας της απώλειας, το ότι η μορφή, η ακολουθία και η διάρκεια των συναισθηματικών αντιδράσεων μετά την απώλεια διαφέρουν σημαντικά από άτομο σε άτομο. Όλοι αντιμετωπίζουμε απώλειες στη διάρκεια της ζωής μας, μικρές, μεγαλύτερες, καθημερινές ή βαθύτερες. Οι αντιδράσεις σ’ αυτές μπορεί να είναι έντονες, να περιλαμβάνουν καταθλιπτική διάθεση, άγχος, απώλεια ενδιαφέροντος, χαμηλή ενέργεια και ζωτικότητα, θυμό, εκνευρισμό, συναισθήματα αδικίας ή ενοχής. Μπορεί όμως να περιλαμβάνουν και θετικά συναισθήματα ή εμπειρίες, συγκίνηση ή νοσταλγία. Κάποιοι μπορεί να μην εκδηλώνουν τα συναισθήματά τους, άλλοι μπορεί να θέλουν να αφεθούν στο βίωμα, εκφράζοντας έντονα αυτό που αισθάνονται. Κάποιοι χρειάζονται περισσότερο χρόνο, άλλοι είναι έτοιμοι να επανέλθουν στην καθημερινότητα σχετικά σύντομα. Παράλληλα όμως, οι περισσότεροι άνθρωποι καταφέρνουν να ανταπεξέλθουν επιτυχώς στην πρόκληση που ονομάζουμε πένθος και να επεξεργαστούν αυτή την εμπειρία με τον τρόπο που οι ίδιοι επιλέγουν. Ο καθένας με τον δικό του τρόπο και τον δικό του ρυθμό. Η συναισθηματική διαδρομή του καθενός είναι μοναδική, όπως και η ζωή του.

 

 

 

Ανδρομάχη Σδούκου
Ψυχολόγος-Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

(εικόνα getty images)