Αγχώδεις Διαταραχές
Το στρες είναι μια φυσιολογική αντίδραση του οργανισμού μας σε ένα ερέθισμα. Όταν ο οργανισμός έρχεται αντιμέτωπος με στρεσογόνους παράγοντες, το νευρικό μας σύστημα απελευθερώνει ορμόνες του στρες, μεταξύ των οποίων η αδρεναλίνη και η κορτιζόλη, οι οποίες προκαλούν το σώμα μας να αντιδράσει επειγόντως. Η καρδιά μας χτυπάει γρηγορότερα, οι μύες σφίγγονται, η αρτηριακή πίεση αυξάνεται και η αναπνοή επιταχύνεται, αλλαγές που μας προετοιμάζουν ώστε είτε να αντιμετωπίσουμε έναν πιθανό «κίνδυνο» είτε να τον αποφύγουμε. Το Στρες συνεπώς είναι ωφέλιμο, εφόσον μας διατηρεί σε εγρήγορση.
Το χρόνιο ωστόσο στρες είναι επιβλαβές για τον οργανισμό, οδηγεί σε συμπτώματα όπως προβλήματα ύπνου, μυοσκελετικά άλγη σε αυχένα-πλάτη, πονοκέφαλο, πόνους στην κοιλιά, γαστρεντερικά συμπτώματα, τρίξιμο δοντιών, δύσπνοια, τρέμουλο, ευερεθιστότητα, διαταραχές στην libido. Το άτομο διακατέχεται από ένα συναίσθημα ακαθόριστου φόβου ότι κάτι δεν πάει καλά. Αισθάνεται ότι κινδυνεύει, κάτι του φταίει.
Η αντιμετώπιση του άγχους περιλαμβάνει ψυχοθεραπεία και ενίοτε φαρμακευτική αγωγή.
Η διαταραχή μετατραυματικού στρες είναι μια σύνθετη διαταραχή με ένα ευρύ σύνολο συμπτωμάτων, τα οποία διαρκούν συνήθως περισσότερο από έναν μήνα και μπορούν να χωριστούν, σύμφωνα με το DSM-5, σε τέσσερις κατηγορίες:
– Συμπτώματα επαναβίωσης του τραυματικού γεγονότος, όπως εφιάλτες, ενοχλητικές εικόνες ή σκέψεις, έντονη αναστάτωση σε συγκεκριμένες συνθήκες ή ερεθίσματα.
– Συμπτώματα αποφυγής, που αφορούν την αποφυγή ανθρώπων, πλαισίων, αντικειμένων, δραστηριοτήτων, συνθηκών, σκέψεων, οποιουδήποτε ερεθίσματος γενικότερα μπορεί να προκαλέσει αναμνήσεις του γεγονότος.
– Συμπτώματα υπερδιέγερσης, όπως διαρκής ανησυχία, ευερεθιστότητα, δυσκολία στην συγκέντρωση και στον ύπνο.
– Αρνητικές αλλαγές στην σκέψη και το συναίσθημα, που περιλαμβάνουν δυσκολίες μνήμης, αύξηση αρνητικής διάθεσης, έντονο φόβο και θυμό, αυτοκατηγορία ή ενοχή, αδυναμία ευχαρίστησης.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα παραπάνω συμπτώματα αποτελούν φυσιολογικές αντιδράσεις σε ένα μη φυσιολογικό, σοκαριστικό γεγονός. Η επιμονή και διάρκειά τους, κυρίως η έκπτωση που προκαλούν στην λειτουργικότητα του ατόμου, αποτελούν ενδείξεις μιας πιθανής διαταραχής.
Φυσικά, τα παραπάνω δεν συνεπάγονται ότι κάθε τέτοιο γεγονός οδηγεί στην εμφάνιση της διαταραχής. Το τραύμα είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη συνθήκη, στην οποία ο καθένας αντιδρά με τον δικό του τρόπο και στον δικό του χρόνο. Γι’ αυτό, η διάγνωση της διαταραχής γίνεται από κάποιον ειδικό και η θεραπεία αποτελεί μια σταδιακή και εξελισσόμενη διαδικασία, που μπορεί να περιλαμβάνει τόσο ψυχοθεραπεία όσο και φαρμακευτική αγωγή.
Καθώς τα συμπτώματά της είναι παρόμοια με αυτά της περισσότερο γνωστής διαταραχής μετατραυματικού στρες και μπορεί να περιλαμβάνουν:
- Έντονα συμπτώματα φόβου και αβοηθησίας
- Συναισθηματικό μούδιασμα, αποπροσωποποίηση
- Απομόνωση
- Δυσκολίες στον ύπνο και την συγκέντρωση
- Επαναλαμβανόμενες εικόνες, σκέψεις, εφιάλτες
- Ευερεθιστότητα και υπερδιέγερση
- Διαρκή ένταση, έντονο άγχος ή δυσφορία
είναι σημαντικό να τονίσουμε την διαφορά τους, που αφορά την διάρκεια των συμπτωμάτων.
Η Διαταραχή Οξέος Στρες αφορά συμπτώματα που διαρκούν από τρεις ημέρες έως έναν μήνα, περιλαμβάνει δηλαδή τις πρώτες, πιο άμεσες αντιδράσεις σε ένα σοβαρό, σοκαριστικό γεγονός, ενώ η Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες αφορά μια διάρκεια συμπτωμάτων μεγαλύτερη του ενός μήνα, προκαλώντας μια εντονότερη και παρατεταμένη δυσφορία.
Φυσικά, τα αναφερόμενα συμπτώματα αποτελούν φυσιολογικές αντιδράσεις σε ένα μη φυσιολογικό, ακραίο γεγονός, ενώ η επιμονή, η διάρκεια και η έκπτωση που προκαλούν στην λειτουργικότητα του ατόμου καθορίζουν μια πιθανή διάγνωση.
Τα παραπάνω δεν συνεπάγονται ότι κάθε τέτοιο γεγονός οδηγεί στην εμφάνιση της διαταραχής. Το τραύμα είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη συνθήκη, στην οποία ο καθένας αντιδρά με τον δικό του τρόπο και στον δικό του χρόνο. Γι’ αυτό, η διάγνωση της διαταραχής γίνεται από κάποιον ειδικό και η θεραπεία αποτελεί μια σταδιακή και εξελισσόμενη διαδικασία, που μπορεί να περιλαμβάνει τόσο ψυχοθεραπεία όσο και φαρμακευτική αγωγή.
Στην διάρκεια μιας κρίσης, το άτομο μπορεί να βιώσει:
- Εφίδρωση
- Δυσκολία στην αναπνοή
- Αίσθημα πνιγμού
- Ναυτία, ζάλη, ταχυκαρδία, αίσθημα λιποθυμίας
ενώ χαρακτηριστικά συμπτώματα είναι η απώλεια ελέγχου, το αίσθημα ότι κακό θα συμβεί ή ο φόβος επικείμενου θανάτου.
Με την πάροδο του χρόνου, το άτομο που βιώνει επαναλαμβανόμενες κρίσεις αναπτύσσει έναν ισχυρό φόβο ότι θα βιώσει μια επόμενη, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται σημαντικά η ψυχική του ισορροπία, η καθημερινότητα και η ευρύτερη ποιότητα ζωής του. Πολλές φορές το άτομο μπορεί να αδυνατεί να μείνει μόνο του ή να βγει από το σπίτι, φοβούμενο ότι θα βιώσει μια επόμενη κρίση πανικού.
Αν και η συχνότητα και τα συμπτώματα της κάθε κρίσης ποικίλλουν, συχνά μοιάζουν με εκείνα της καρδιακής προσβολής ή άλλων ιατρικών παθήσεων, οπότε είναι σημαντικό να αποκλειστεί κάποιο σωματικό ή ιατρικό αίτιο.
Γενικότερα, η Διαταραχή Πανικού αποτελεί μια αρκετά συχνή αγχώδης διαταραχή, η οποία ωστόσο μπορεί να επιφέρει σημαντική δυσφορία και μεταβολές στην ζωή του ατόμου. Η αντιμετώπισή της μπορεί να συμπεριλαμβάνει τόσο ψυχοθεραπεία όσο και φαρμακευτική αγωγή.
Οι κοινωνικές καταστάσεις προκαλούν σχεδόν πάντα υπερβολικό φόβο ή άγχος στο άτομο και αυτά τα συμπτώματα δεν είναι ανάλογα της «απειλής» που θα μπορούσε να αποτελεί το εκάστοτε πλαίσιο ούτε μπορούν να ελεγχθούν, ακόμα και όταν γίνεται αντιληπτό. Είναι πολύ πιο έντονα και γι’ αυτό το άτομο είτε τις υπομένει με σημαντική δυσφορία είτε τις αποφεύγει εξ’ ολοκλήρου.
Τόσο τα συμπτώματα όσο και οι επιπτώσεις τους προκαλούν ουσιαστική και επίμονη έκπτωση στη λειτουργικότητα και σε τομείς όπως η κοινωνικότητα ή το επαγγελματικό πλαίσιο, μεταξύ άλλων.
Γι’ αυτό και είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η διαταραχή κοινωνικού άγχους δεν είναι ούτε η εσωστρέφεια, ούτε η ντροπή, ούτε το άγχος που περισσότερο ή λιγότερο αισθάνονται οι άνθρωποι όταν εκτίθενται σε κόσμο. Η διαταραχή κοινωνικού άγχους είναι μια εξουθενωτική συνθήκη, μέσα στην οποία το άτομο υποφέρει και αδυνατεί να διαχειριστεί, πόσο μάλλον να ευχαριστηθεί, την προσοχή και το ενδιαφέρον της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, της σύνδεσης και επικοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους.
Καθημερινά ζητήματα και συνηθισμένες καταστάσεις προκαλούν στα άτομα διαρκή ανησυχία και άγχος σε βαθμό δυσανάλογο με την σοβαρότητα ή τον κίνδυνο των γεγονότων. Κάποιος μπορεί να αγχώνεται υπερβολικά για σχέδια και υποχρεώσεις της καθημερινότητας και να μελετά επίμονα την χειρότερη δυνατή έκβαση, να απειλείται από συνθήκες και συμβάντα ακόμα και όταν δεν είναι καθόλου απειλητικά, να αδυνατεί να διαχειριστεί την αβεβαιότητα και να παραμένει αναποφάσιστος, από φόβο μήπως κάνει κάποιο λάθος.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το άτομο βιώνει μια διαρκή και επίμονη ένταση, που δεν του επιτρέπει να χαλαρώσει, δυσκολεύει σημαντικά την συγκέντρωση και την ροή ή καθαρότητα της σκέψης του και προκαλεί ουσιαστική κούραση και ευερεθιστότητα.
Επιπλέον, μπορεί να προκύψουν και σωματικά συμπτώματα, όπως κόπωση, ναυτία, διάρροια, τρέμουλο, νευρικότητα, δυσκολία στον ύπνο.
Αναπόφευκτα, η διαταραχή επηρεάζει καθοριστικά την λειτουργικότητα του ατόμου, ενίοτε και σε “παραλυτικό” βαθμό, γι’ αυτό και η αντιμετώπισή της περιλαμβάνει συνήθως τόσο φαρμακευτική αγωγή όσο και ψυχοθεραπεία.
Ζώα (έντομα, σκυλιά), περιβάλλον (ύψος, νερό, σκοτάδι, φυσικά φαινόμενα), συγκεκριμένες καταστάσεις (πτήση, περιορισμένοι χώροι, πνιγμός) ή αντικείμενα/ ερεθίσματα (ενέσεις, αίμα, ιατρικές εξετάσεις) είναι μερικές από τις συνηθέστερες καταστάσεις που προκαλούν σημαντικά επίπεδα στρες στο άτομο, τα οποία εκδηλώνονται με ένα σύνολο σωματικών συμπτωμάτων (ταχυπαλμία, ιδρώτα, ναυτία, δυσκολία αναπνοής, λιποθυμία), όπως και κρίσεις πανικού, απώλεια ελέγχου ή φόβο θανάτου.
Η κυριότερη αντίδραση είναι αναπόφευκτα η αποφυγή του φοβικού ερεθίσματος ή της κατάστασης και η οργάνωση της ζωής γύρω από αυτό, κάτι που μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά για το άτομο, καθώς ξεφεύγει κάθε φορά από τον κίνδυνο της συνθήκης και μειώνει το άγχος βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, η αποφυγή μπορεί να συντηρεί και να ενισχύει το άγχος μακροπρόθεσμα, καθώς το ερέθισμα/συνθήκη συνεχίζει να θεωρείται επικίνδυνο και το άτομο εξακολουθεί να θεωρεί ότι αδυνατεί να διαχειριστεί αυτό/αυτά που φοβάται.
Ζώα (έντομα, σκυλιά), περιβάλλον (ύψος, νερό, σκοτάδι, φυσικά φαινόμενα), συγκεκριμένες καταστάσεις (πτήση, περιορισμένοι χώροι, πνιγμός) ή αντικείμενα/ ερεθίσματα (ενέσεις, αίμα, ιατρικές εξετάσεις) είναι μερικές από τις συνηθέστερες καταστάσεις που προκαλούν σημαντικά επίπεδα στρες στο άτομο, τα οποία εκδηλώνονται με ένα σύνολο σωματικών συμπτωμάτων (ταχυπαλμία, ιδρώτα, ναυτία, δυσκολία αναπνοής, λιποθυμία), όπως και κρίσεις πανικού, απώλεια ελέγχου ή φόβο θανάτου.
Η κυριότερη αντίδραση είναι αναπόφευκτα η αποφυγή του φοβικού ερεθίσματος ή της κατάστασης και η οργάνωση της ζωής γύρω από αυτό, κάτι που μπορεί να λειτουργήσει ικανοποιητικά για το άτομο, καθώς ξεφεύγει κάθε φορά από τον κίνδυνο της συνθήκης και μειώνει το άγχος βραχυπρόθεσμα. Ωστόσο, η αποφυγή μπορεί να συντηρεί και να ενισχύει το άγχος μακροπρόθεσμα, καθώς το ερέθισμα/συνθήκη συνεχίζει να θεωρείται επικίνδυνο και το άτομο εξακολουθεί να θεωρεί ότι αδυνατεί να διαχειριστεί αυτό/αυτά που φοβάται.
Η διαταραχή προσαρμογής αφορά την έντονη δυσφορία και τα συμπτώματα που μπορεί να εμφανίζει το άτομο ύστερα από μια στρεσογόνο συνθήκη ή γεγονός. Το στρες και η δυσκολία είναι σε τέτοια επίπεδα ώστε παρεμβαίνουν στην καθημερινότητα του ατόμου και επηρεάζουν τους περισσότερους τομείς της ζωής του.
Τα συμπτώματα διαφέρουν από άτομο σε άτομο, τόσο στην διάρκεια όσο και στα χαρακτηριστικά τους, τα οποία μπορεί να αφορούν εξίσου το συναίσθημα και την συμπεριφορά του. Ωστόσο πρόκειται για μια βραχυπρόθεσμη συνθήκη, καθώς εμφανίζονται συνήθως μέσα σε τρεις μήνες από το εκλυτικό γεγονός και διαρκούν ως έξι μήνες.
Η διαταραχή προσαρμογής είναι σηνήθης στα παιδιά και τους εφήβους, με διαφορετική συμπτωματολογία. Στα παιδιά µπορεί να εκδηλωθεί µε ζηµιές ή προβλήµατα συµπεριφοράς στο σχολείο, που δεν ταιριάζουν µε την γενικότερη εικόνα του παιδιού.
– Διαταραχή άγχους ασθένειας
Η συγκεκριμένη διαταραχή (που παλαιότερα ονομαζόταν υποχονδρίαση) αναφέρεται στην επίμονη σκέψη και ενασχόληση του ατόμου με την πιθανότητα να αντιμετωπίζει ήδη ή να εκδηλώσει μελλοντικά μια σοβαρή νόσο (π.χ. καρκίνο, AIDS, σκλήρυνση κατά πλάκας).
Το άτομο βιώνει υψηλά επίπεδα άγχους και βρίσκεται σε συνεχή επαγρύπνηση σε σχέση με την κατάσταση της υγείας του. Συνήθως δεν εμφανίζει συμπτώματα ή εμφανίζει σε ήπια ένταση, αλλά εκδηλώνει υπερβολικές συμπεριφορές σχετικά με την υγεία του (επαναλαμβανόμενοι έλεγχοι) και μπορεί να αποφεύγει συγκεκριμένες καταστάσεις (πχ. σωματική δραστηριότητα). Αν υπάρχει κάποιο οικογενειακό ιστορικό ή υψηλός κίνδυνος για την εμφάνιση κάποιας σωματικής νόσου, η ενασχόληση γίνεται ακόμα πιο έντονη.
Η νόσος που απασχολεί το άτομο μπορεί να παραμένει σταθερή ή να διαφοροποιείται στην διάρκεια του χρόνου, ενώ το άτομο άλλοτε αναζητά ιατρική φροντίδα (για να μπορέσει να θεραπευτεί) και άλλοτε όχι (από φόβο για την διάγνωση της νόσου από την οποία αγχώνεται ότι πάσχει).
– Διαταραχή μετατροπής
Η διαταραχή μετατροπής ή διαταραχή λειτουργικών νευρολογικών συμπτωμάτων (η γνωστή «υστερία» παλαιότερα) χαρακτηρίζεται από την παρουσία συμπτωμάτων, τα κλινικά ευρήματα για τα οποία παρουσιάζουν ασυμφωνία με τις μέχρι τώρα αναγνωρισμένες σωματικές ή νευρολογικές νόσους.
Το άτομο μπορεί να εμφανίζει συμπτώματα στην εκούσια κινητικότητα ή τις αισθητηριακές λειτουργίες, με πιο συνήθεις κλινικές εκδηλώσεις τις εξής:
- αδυναμία ή παράλυση (πχ. ενός άκρου)
- μη κανονική κινητικότητα (πχ. αταξία)
- δυσκαταποσία
- διαταραχή της ομιλίας (πχ. αλαλία)
- διαταραχή κάποιας αίσθησης (πχ. τύφλωση)
- κρίσεις (πχ. σπασμοί δίκην επιληπτικής κρίσης)
- απώλεια της συνείδησης
Σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να παρατηρηθεί και ένα είδος απάθειας που αποκαλείται “ωραία αδιαφορία” (la belle indifference) και εμφανίζεται και σε άλλες ιατρικές καταστάσεις.
Η διαταραχή χαρακτηρίζεται ως οξεία όταν διαρκεί λιγότερο από έξι μήνες και χρόνια όταν ξεπερνά το συγκεκριμένο διάστημα, ενώ μπορεί να συνδέεται με κάποια ψυχοπιεστική κατάσταση, χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο. Η διάγνωση απαιτεί τον αποκλεισμό της πιθανότητας να προκαλούνται τα συμπτώματα από κάποια σωματική νόσο ή κάποια άλλη ψυχιατρική διαταραχή.
– Τεχνητή διαταραχή
Η επίσημη μετάφραση της τεχνητής διαταραχής (factitious disorder) στα ελληνικά είναι «διαταραχή προσποίησης», ωστόσο ο όρος δεν είναι σωστός γιατί το άτομο μπορεί να μην προσποιείται απλά, αλλά να προκαλεί συνειδητά στον εαυτό του κάποια παθολογία.
Γνωστή αλλιώς ως σύνδρομο Μινχάουζεν, η διαταραχή αναφέρεται στην ανάληψη του ρόλου του ασθενούς από το άτομο, το οποίο α) είτε προσποιείται σωματικά ή ψυχολογικά συμπτώματα (π.χ. πόνο, παραισθήσεις), β) είτε παραποιεί τα ιατρικά δεδομένα (π.χ. ψευδές ιστορικό, παραποίηση εξετάσεων ή δειγμάτων) , γ) είτε προκαλεί στον εαυτό του τραυματισμό ή ασθένεια (π.χ. αυτομόλυνση, υπερβολικές ποσότητες φαρμάκων). Προσπαθεί δηλαδή συνειδητά να δείχνει ή να είναι άρρωστο, ώστε να εξαπατήσει τόσο τους επαγγελματίες υγείας όσο και το περιβάλλον του.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι η συμπεριφορά αυτή δεν συνοδεύεται από κάποιο δευτερογενές όφελος (οικονομικό, νομικό), αλλά έχει ως σκοπό την κάλυψη διαπροσωπικών ή συναισθηματικών αναγκών, μέσω της υιοθέτησης ψυχολογικά ανώριμων, δυσπροσαρμοστικών και ουσιαστικά παθολογικών συμπεριφορών.